Τα τελευταία χρόνια, έχουν πολλά ειπωθεί για το φαινόμενο της Διγλωσσίας. Τα περισσότερα σχόλια, όμως, στηρίζονται στη θετική πλευρά του φαινομένου.
Τι είναι όμως ακριβώς η διγλωσσία;
Η διγλωσσία είναι η ικανότητα ενός ανθρώπου να μιλάει ταυτόχρονα δύο γλώσσες, να τις χρησιμοποιεί σε διαφορετικές καταστάσεις και να αλλάζει το γλωσσικό κώδικα αυτομάτως, χωρίς κανένα δισταγμό ή δυσκολία. Η ταυτόχρονη, αυτή, κατάκτηση του γλωσσικού κώδικα και των δύο γλωσσών ξεκινάει από τα πρώτα πέντε χρόνια του παιδιού, που είναι η πιο κρίσιμη γλωσσική περίοδος), καθώς το παιδί με το που γεννιέται εκτίθεται ταυτόχρονα και στις δύο γλώσσες.
Τα προτερήματα
Η διγλωσσία βοηθάει σε μεγάλο σημείο την ανάπτυξη των παιδιών. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να μιλάνε ταυτόχρονα δύο γλώσσες, να γνωρίζουν διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές κουλτούρες. Αναπτύσσουν έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, εμφανίζουν βελτιωμένη επίδοση σε τεστ πολλαπλών δοκιμασιών και σε λεκτικά τεστ, παρουσιάζουν ιδιαίτερες ικανότητες στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, είναι πολύ δημιουργικά άτομα και έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση. Είναι, επίσης, σημαντικό να τονιστεί πως η διγλωσσία, σε καμιά περίπτωση, δεν επηρεάζει το λόγο των παιδιών, ώστε να αποκτήσουν διαταραχές του λόγου ή μαθησιακές δυσκολίες.
Διγλωσσία και Ξένη γλώσσα
Η ταυτόχρονη μύηση σε δύο μητρικές γλώσσες είναι τελείως διαφορετικό από την εκμάθηση ξένης γλώσσας. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ξεκινάει συνήθως την περίοδο που το παιδί έχει κατακτήσει σε ικανοποιητικό σημείο τη μητρική του γλώσσα και επιθυμεί να ξεκινήσει με κάποιον δάσκαλο και μια δεύτερη γλώσσα. Αντιθέτως, το δίγλωσσο παιδί έρχεται αντιμέτωπο σε δύο μητρικές γλώσσες (του πατέρα και της μητέρας) από τη γέννησή του, τις οποίες μαθαίνει να χρησιμοποιεί αναγκαστικά ή προαιρετικά.
Πώς θα πρέπει να μιλάνε οι γονείς στο παιδί;
Οι γονείς μεταξύ τους θα πρέπει να μιλάνε σε μια κοινή γλώσσα (π.χ. στα αγγλικά), συστηματικά, όχι όποτε εκείνοι θέλουν και σε καμιά περίπτωση να μην μπερδεύουν τις δύο γλώσσες μαζί (π.χ. να μιλάνε ελληνοαγγλικά). Αντιθέτως, στο παιδί καλό θα είναι ο κάθε γονιός να του μιλάει στη μητρική του γλώσσα. Ο σπαστός γλωσσικός κώδικας είναι αυτός που μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του λόγου ή μαθησιακές δυσκολίες μελλοντικά στο παιδί, καθώς μαθαίνει να ακούει σε λανθασμένη μορφή την ομιλία του γονέα, του δημιουργείται σύγχυση και το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζει σχετική γλωσσική ανεπάρκεια. Γι’ αυτό το λόγο, αν κάποιος από τους δύο γονείς δεν αρθρώνει και δε γνωρίζει επαρκώς μια γλώσσα, π.χ. την ελληνική γλώσσα, καλό θα είναι να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα όταν απευθύνεται στο παιδί.
Η διγλωσσία, πλέον, είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα. Δεν είναι κάτι που θα πρέπει να ανησυχεί το γονιό ούτε βέβαια το παιδί. Τα παιδιά, τουλάχιστον μέχρι και την ηλικία των 8 χρόνων, λειτουργούν σαν σφουγγάρια, ικανά να ρουφήξουν και να εμπεδώσουν κάθε καινούρια πληροφορία. Οπότε, με μια σωστή καθοδήγηση, που συνήθως είναι το ένστικτο του κάθε γονιού, δε θα συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας.