Ένα από τα πρώτα πράγματα που όλοι οι γονείς προσπαθούν να μάθουν στα παιδιά τους είναι να παίζουν με τα άλλα παιδάκια. Θα έχετε όμως παρατηρήσει πως όταν τα μικρά παιδιά βρίσκονται μαζί, όσα παιχνίδια κι αν υπάρχουν στο χώρο, εκείνα θα διεκδικήσουν το ίδιο ακριβώς παιχνίδι και κάποια στιγμή θα υπάρξουν κλάματα… Έτσι οι γονείς μπαίνουν στη διαδικασία να μάθουν στα παιδιά τους να μοιράζονται. Αλλά το κάνουμε με το σωστό τρόπο;
Φυσικά θέλουμε τα παιδιά μεγαλώνοντας να γίνουν γενναιόδωρα, να ενδιαφέρονται και να μπορούν να ακούσουν τις ανάγκες των άλλων. Η αλήθεια όμως είναι πως τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, τα παιδιά μαθαίνουν να ανταποκρίνονται πρώτα στις δικές τους ανάγκες. Και εμείς σαν γονείς δεν θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν πως θα πρέπει να “υπακούουν” τυφλά στις επιθυμίες των άλλων, στη συγκεκριμένη περίπτωση να διακόπτουν την ενασχόλησή τους με κάτι για να δώσουν σε ένα άλλο παιδί το παιχνίδι, απλά γιατί το άλλο παιδί το απαιτεί.
Αντί λοιπόν να μαθαίνουμε στα παιδιά μας να διεκδικούν για τον εαυτό τους, με το να τα πιέζουμε συνεχώς να μοιράζονται τους μαθαίνουμε ότι:
– Αν κλαίνε αρκετά δυνατά θα μπορέσουν να αποκτήσουν αυτό που θέλουν ακόμα και αν κάποιος άλλος το έχει εκείνη τη στιγμή. Καθώς οι γονείς είναι εκείνοι που αποφασίζουν για το ποιος παίρνει τι, μαθαίνουν πως αν η αντίδρασή τους είναι έντονη και δραματική θα μπορέσουν να αποκτήσουν αυτό που θέλουν.
– Αν πρόκειται για αδέλφια, διεκδικώντας τα ίδια πράγματα, μαθαίνουν να ζουν με ένα συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους, σε βαθμό που να μη συμπαθούν το ένα το άλλο.
– Να έχουν πάντα αγωνία όταν παίζουν με άλλα παιδάκια, καθώς μπαίνουν στη λογική πως πρέπει να παίξουν γρήγορα με το παιχνίδι τους μιας και πολύ γρήγορα θα πρέπει να το χάσουν.
Στην πραγματικότητα οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να καταλάβουν ότι όταν τα άλλα παιδιά θέλουν να παίξουν με το παιχνίδι που έχουν, καλό είναι να μπορούν να μοιράζονται τη χαρά αυτή. Και αντίστοιχα όταν τα δικά τους παιδιά θέλουν ένα παιχνίδι από ένα άλλο παιδί, να μπορέσουν να το διεκδικήσουν χωρίς να το αρπάξουν, αλλά χρησιμοποιώντας το λόγο τους.
Ίσως όμως τελικά θα ήταν καλύτερο και πιο αποτελεσματικό, τα παιδιά να μάθουν να αποφασίζουν μόνα τους πόσο θα παίξουν με το παιχνίδι τους, ώστε να μπορούν να το απολαύσουν και να το δώσουν με χαρά στο άλλο παιδί όταν δεν το χρειάζονται άλλο. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να βιώσουν το αίσθημα της ικανοποίησης που δημιουργείται κάνοντας κάποιον χαρούμενο.
Έτσι το κάθε παιδί θα μάθει ότι:
– μπορεί να ζητήσει αυτό που θέλει και κάποιες φορές θα το παίρνει ενώ άλλες θα πρέπει να περιμένει.
– είναι απόλυτα αποδεκτό να κλάψει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έτσι θα μπορέσει να πάρει το παιχνίδι.
– μπορεί να μην παίρνει όλα όσα θέλει, αλλά ξέρει πως οι γονείς του το καταλαβαίνουν και το βοηθούν όταν είναι αναστατωμένο. Αφού κλάψει, ίσως να νοιώσει και καλύτερα.
– υπάρχει εναλλακτική λύση, ότι δηλαδή μπορεί να παίξει με ένα άλλο παιχνίδι και να το ευχαριστηθεί.
– πρέπει να μάθει να κάνει υπομονή μέχρι να έρθει η σειρά του να παίξει
Ακόμη τα παιδιά μέσα από αυτή τη διαδικασία, ευχαριστιούνται τη στιγμή που το αδερφάκι τους ή ο φίλος τους τους δίνει το παιχνίδι που επιθυμούν και έτσι τους δημιουργείται ένα μεγαλύτερο αίσθημα συμπάθειας για τα άλλα παιδιάκια.
Αισθάνονται πως μπορούν να παίξουν με το παιχνίδι τους για όσο θέλουν χωρίς να τα αναγκάσει κανείς να το δώσουν. Και όταν τελειώσουν μπορούν να το δώσουν στο αδερφάκι τους κάνοντάς τα να αισθάνονται όμορφα γι’ αυτή τους τη χειρονομία καθώς θα αισθανθούν πώς είναι να είσαι γενναιόδωρος.
Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών έχουμε ένα παιδί που μαθαίνει να διεκδικεί αυτά που του ανήκουν και συγχρόνως είναι υπομονετικό, στοιχεία που στο μέλλον θα το βοηθήσουν να διαχειριστεί καταστάσεις που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει.