Σε μια τσιμεντούπολη κάπου σε μια παλιά αποθήκη κατέληγαν παιχνίδια που οι άνθρωποι έλεγαν «ελαττωματικά».
Παιχνίδια που δεν είχαν φτιαχτεί σωστά στο εργοστάσιο παιχνιδιών ή οι αγοραστές τους τα είχαν επιστρέψει ως «ελαττωματικά».
Ανάμεσα σε αυτά τα παιχνίδια ήταν μια καμηλοπάρδαλη που στο εργοστάσιο ξέχασαν να της βάλουν ουρά,
ένα αυτοκίνητο που δεν είχε τζάμια,
ένα τρένο με αριθμημένα βαγόνια αλλά που του έλειπαν κάποια,
μια κούκλα πανέμορφη πριγκίπισσα,
ένα αυτοκίνητο αντίκα που δεν μπορούσε να κινηθεί,
ένα λεωφορείο που του έλειπε μια ρόδα,
ένα αεροπλάνο που δεν πετούσε γιατί το ένα φτερό του ήταν μικρό
και μια ξεκούρδιστη κιθάρα.
Τα παιχνίδια αυτά διέφεραν από τα υπόλοιπα γιατί όταν άδειαζε η αποθήκη από τους εργάτες, αυτά, μαγικά, ξυπνούσαν. Και ακόμα πιο πολύ τους ξυπνούσε η ξεκούρδιστη κιθάρα που άρχιζε να παίζει μουσική. Ξέρετε πως κάνει μια ξεκούρδιστη κιθάρα; Καλύτερα να βάλετε ωτοασπίδες, αν πετύχετε κάποια ξεκούρδιστη κιθάρα να παίζει μουσική!!
Το αυτοκινητάκι που ήταν χωρίς τζάμια, Βρούμυ το λένε, μονολογούσε κάθε φορά που άκουγε τη κιθάρα: αχχχ, γιατί να είμαι χωρίς τζάμια και να κρυώνω, καλύτερα να ήμουν χωρίς αυτιά και να μην άκουγα!
Οι μέρες περνούσαν με τη παρέα των παιχνιδιών να αρχίζει να βαριέται. Η Ντίβα, έτσι λένε τη πανέμορφη κούκλα, που καθόλου ντίβα δεν ήταν, είπε:
-τι βαρετά που είναι.
-θες να σε πάω μια βόλτα; ρώτησε με ύφος ωραίου ο Βρούμυ
Η Ντίβα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
-μια πριγκίπισσα μόνο σε αυτοκίνητα σαν εμένα μπαίνει, είπε το αυτοκίνητο αντίκα, ο Όλντυ. Αλλά μετά μαζεύτηκε αφού και να έμπαινε μέσα η Ντίβα, βόλτα δεν θα μπορούσε να την πάει.
-αχ, και να είχα σωστά τα φτερά μου, στον ουρανό θα σε πήγαινα, της είπε ο Γουίντ, το αεροπλανάκι.
-ησυχία. Κάτι ακούγεται, είπε η καμηλοπάρδαλη, η Φίφα
-θα φέρνουν παιχνίδια, μείνετε ακίνητοι στις θέσεις σας, είπε το λεωφορείο, ο Μπάσυ, σαν στρατηγός στους στρατιώτες του.
Πράγματι, η πόρτα άνοιξε και ένας εργάτης αράδιασε πέντε παιχνίδια στο πάτωμα. Το ένα από αυτά ξύπνησε. Ήταν ένα φορτηγό που δεν φαινόταν να έχει κάτι.
-γειά! Πως σε λένε; ρώτησε το τρενάκι, ο Τσούφυ.
Το φορτηγό δεν απάντησε αμέσως. Ανοιγόκλεισε τους υαλοκαθαριστήρες του και προσπάθησε να πλησιάσει τον Τσούφυ. Αλλά έπεσε πάνω του και έριξε ένα από τα βαγόνια του.
-εεε, πρόσεχε, είπε ο Τσούφυ.
-συγνώμη, είπε το φορτηγό και έκανε όπισθεν αλλά έπεσε πάνω στη Φίφη.
-μα, τι σου συμβαίνει;είπε η Φίφη
-αχχχ, συγνώμη και πάλι, είπε και έκανε μπροστά αριστερά αλλά έπεσε με φόρα πάνω στον Όλντυ που τσούλησε λίγα εκατοστά
-ααα, κοιτάξτε, κινούμαι, αναφώνησε με χαρά ο Όλντυ που ήταν ο μόνος που δεν παραπονέθηκε που έπεσε πάνω του το φορτηγό.
-με λένε Τράκυ. Σήμερα με επέστρεψαν στο μαγαζί που με αγόρασαν, είπε με παράπονο το φορτηγό.
-γιατί; ρώτησε η Ντίβα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα ενός κουκλόσπιτου.
-να στη συσκευασία που ήμουν μάλλον χάλασαν τα φανάρια μου και δεν βλέπω καλά και όλο πέφτω πάνω στους άλλους.
-έτσι εξηγείται που μας έριξες κάτω, είπε ο Τσούφυ.
Το φορτηγό, ο Τράκυ αισθάνθηκε άσχημα και ο Όλντυ που το κατάλαβε, είπε:
-και εμείς όλοι κάτι έχουμε και μας έφεραν εδώ.
Ο Τράκυ αν και δεν έβλεπε πολύ καλά, κατάλαβε ότι η Ντίβα ήταν πανέμορφη και του έκανε εντύπωση πως μια τέτοια κούκλα βρισκόταν σε αυτή την αποθήκη.
Ο Βρούμυ πλησίασε και του είπε:
-έχει το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο και κουτσαίνει.
-δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί δεν παίζουν μαζί μας, είπε ο Όλντυ με παράπονο
-είμαστε «ελαττωματικοί», είπε η Φίφη, η καμηλοπάρδαλη
-τι πάει να πει «ελαττωματικοί»; και ποιος είναι τέλειος;
Τα παιχνίδια κοίταζαν το ένα το άλλο σκεφτικά.
-να το σκάσουμε, είπε το φορτηγό, τι να κάνουμε εδώ κλεισμένοι; πρέπει να βρούμε παιδιά που θα παίξουν μαζί μας και θα μας θέλουν έτσι όπως είμαστε.
-μα πώς να φύγουμε; εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ, είπε ο Όλντυ. Εκτός και αν με αφήσετε;
-δεν πρόκειται να φύγουμε χωρίς εσένα, είπε η Ντίβα.
-Τσούφυ, θα πάρεις πάνω σου τη Ντίβα και εγώ τον Όλντυ, είπε ο Τράκυ
-και πως θα φύγουμε, είναι κλειστά, ρώτησε η Φίφη
-όταν φέρνουν παιχνίδια αφήνουν για λίγο τη πόρτα ανοικτή. Τότε θα είμαστε έτοιμοι, είπε ο Μπάσυ, το λεωφορείο.
Έτσι και έγινε. Ετοιμάστηκαν και με το που άνοιξε η πόρτα και δεν κοιτούσε κανένας, τα παιχνίδια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν το έσκασαν. Δεν είχαν ιδέα που πήγαιναν, απλά τσουλούσαν μέχρι να κουραστούν.
Τότε έφτασαν σε μια πλατεία αλλά είχε σκοτεινιάσει. Κρύφτηκαν κάτω από ένα παγκάκι και περίμεναν να ξημερώσει.
Το πρωί παιδικές φωνές ακούστηκαν και τα παιχνίδια γλίστρησαν και βγήκαν από το παγκάκι.
Κάποιο παιδί φώναξε:
-κοιτάξτε, παιχνίδια.
Τα παιδιά πλησίασαν και άρχισαν να παίζουν.
Το φορτηγάκι έπεφτε πάνω στα άλλα παιχνίδια αλλά τα παιδιά δεν τα ένοιαζε, αντιθέτως γελούσαν.
Τα κοριτσάκια θαύμαζαν πόσο όμορφη ήταν η πριγκίπισσα Ντίβα και τι ωραίο φόρεμα φορούσε. Καθόλου δεν τις πείραξε που το ένα ποδαράκι ήταν πιο κοντό. Τι σημασία είχε;
Ο Τσούφυ, το τρενάκι, δεν είχε όλα τα αριθμημένα βαγόνια του αλλά τα παιδιά έφτιαξαν από χαρτόνι όσα του έλειπαν.
Ο Όλντυ, το αυτοκίνητο αντίκα, που πριν δεν μπορούσε να κουνηθεί ,με τα χεράκια των παιδιών διάνυσε πολλές αποστάσεις.
Ο Μπάσσυ, το λεωφορείο, απέκτησε ένα καπάκι αναψυκτικού στη θέση της ρόδας που του έλειπε.
Ο Βρούμυ, το αυτοκίνητο, άκουγε τα παιδιά που χαρούμενα τον έλεγαν καμπριολέ και χαιρόταν αν και δεν ήξερε τι σήμαινε καμπριολέ.
Η Φίφη, η καμηλοπάρδαλη, χόρτασε παιδικές αγκαλιές.
Και ο Γουίντ, το αεροπλανάκι, πετούσε, ναι, πετούσε αφού τα παιδιά τον κρατούσαν ψηλά και έτρεχαν.
Τα παιχνίδια δεν ήταν «ελαττωματικά» στα μάτια των παιδιών της πλατείας. Δεν χρειαζόταν να είναι πλέον κλειδωμένα σε μια αποθήκη.