Η μικρή Κωνσταντίνα έμαθε με τον καιρό να παίζει μόνη της με την αγαπημένη της μπάλα. Όταν ξαφνικά την έχασε, λυπήθηκε πολύ αλλά ήταν η αφορμή για να αποκτήσει ένα φίλο. Ακόμα και το παιχνίδι είναι πιο διασκεδαστικό όταν είναι με φίλους. Θα βρει την χαμένη της μπάλα; Τι θα συμβεί;
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι με καστανά μαλλιά γεμάτα μπουκλίτσες και ροδαλά μαγουλάκια που το έλεγαν Κωνσταντίνα. Η μικρή λάτρευε να παίζει στην αυλή του σπιτιού της με τη μπάλα της μόνη της.
Μια μέρα κλώτσησε δυνατά τη μπάλα της και η Κωνσταντίνα δεν μπορούσε να τη βρει πουθενά, σαν να τη ρούφηξε η Γη. Η μικρή στεναχωρήθηκε και αναρωτήθηκε πως θα παίζει τώρα. Οι μέρες περνούσαν και η μπάλα της άφαντη. Η Κωνσταντίνα βαριόταν και δεν είχε διάθεση να παίξει με τίποτα άλλο.
Ένα πρωινό που καθόταν στην αυλή του σπιτιού της βλέπει ένα ξανθό αγοράκι να περνάει από τη πόρτα τους μπροστά κρατώντας μια μπλε μπάλα.
Το αγοράκι γύρισε τη κοίταξε και χαμογελώντας τη ρώτησε:
-πως σε λένε;
– με λένε Κωνσταντίνα. Εσένα πως σε λένε;
– Με λένε Παντελή. θες να παίξουμε με τη μπάλα μου; τη ρώτησε.
-Ναι. απάντησε η Κωνσταντίνα διστακτικά.
Και άρχισαν να παίζουν. Ο Παντελής έκανε πολλά αστεία και η Κωνσταντίνα γέλαγε συνέχεια. Πέρασαν πολύ όμορφα και έδωσαν ραντεβού για το επόμενο πρωινό. Και οι μέρες περνούσαν και έπαιζαν συνέχεια μαζί και έγιναν πολύ καλοί φίλοι.
Κάποια μέρα ο Παντελής κλώτσησε δυνατά τη μπάλα και έφυγε μακριά και η Κωνσταντίνα έτρεξε να την πιάσει. Τότε δίπλα στη μπάλα του Παντελή είδε και τη δική της μπάλα. Αυτή που είχε χάσει, σαν να εμφανίστηκε μαγικά.
Η Κωνσταντίνα στάθηκε και τη κοίταζε.
Σκέφτηκε ότι όταν την έχασε λυπήθηκε αλλά χάρις αυτό το γεγονός απέκτησε ένα καλό φίλο. Πήρε και τις δύο μπάλες αλλά τώρα πια δεν ήθελε να παίζει μόνη της. Ήθελε να παίζει με τον φίλο της. Ήθελε να μοιράζεται τη χαμένη μπάλα της.