Μια φορά και ένα καιρό στης θαλάσσης το βυθό ζούσε μαζί με όλα τα θαλάσσια ζωάκια και μια τσούχτρα που τη φώναζαν Χαρά.
Κάθε άλλο, όμως, από χαρά δεν έδινε. Φαρμάκι έσταζε, καλή κουβέντα δεν έλεγε, σκέτη τσούχτρα. Για όλους είχε να πει κάτι κακό.
Ένα ψάρι με μεγάλη μυτερή μύτη, ξιφίας, πέρασε από δίπλα της και η Χαρά η τσούχτρα χωρίς να χάσει λεπτό σχολίασε:
-μην γυρίζεις απότομα γιατί θα στραβώσεις κανέναν με αυτή τη μύτη.
-τσούχτρα! τι να περιμένω να ακούσω από σένα, απάντησε ο ξιφίας και βιάστηκε να φύγει από κοντά της.
-ξυδόφυκια να φας, μουρμούρισε η τσούχτρα.
Και χωρίς να έχει καταλάβει γιατί παρεξηγήθηκε ο ξιφίας συνέχισε να περιπλανιέται στο βυθό. Ξαφνικά, βλέπει τη Φιφίκα τη φάλαινα που συνεχώς είναι σε δίαιτα για να φτιάξει τη σιλουέτα της, να περνάει από μπροστά της.
-αχ, Φιφίκα μου, σαν να πήρες λίγα κιλά ακόμα και ζορίζεσαι να κολυμπήσεις, της είπε η Χαρά, που μαζί της κανείς χαρά δεν βλέπει.
Η Φιφίκα στεναχωρήθηκε και τράπηκε σε φυγή.
Μα δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει όλοι και φεύγουν έτσι, αναρωτήθηκε η τσούχτρα.
Αλλά χάρηκε όταν είδε επιτέλους μια γειτόνισσα της τη Τέτα, ένα πανέμορφο μεγάλο ψάρι με πορτοκαλοκίτρινο χρώμα. Μαζί της είχε και τα έξι μικρά της που τα εκπαίδευε πώς να κολυμπούν γρήγορα για να ξεφεύγουν από τους καρχαρίες.
-Τέτα μου, τι όμορφη που είσαι και σήμερα, είπε η Χαρά. Τα μικρά σου δεν σου μοιάζουν καθόλου. Από το σφυροκέφαλο μπαμπά τους πήραν. Αλλά καλύτερα γιατί έτσι άσχημα που είναι δεν θα τα πλησιάζει κανένας καρχαρίας.
-κακίστρω, της απάντησε η Τέτα, μάζεψε τα μικρά της και έφυγαν.
Μμμμ, ξυδόφυκια!! Τι θύμωσε; εγώ φταίω που είναι άσχημα, σκέφτηκε η Χαρά.
Πιο κάτω είδε μια παρέα από ιππόκαμπους να συζητούν. Τους πλησίασε και τους χαιρέτισε
-γεια σας!
-καλώς τη τσούχτρα, είπαν με μια φωνή οι γλυκύτατοι και μικροσκοπικοί ιππόκαμποι.
-εσάς δεν αποκαλούν και αλογάκια της θάλασσας; Ρώτησε η Χαρά.
-ναι, της απάντησαν με καμάρι.
-περίεργο, είπε η Χαρά.
-γιατί είναι περίεργο;
-γιατί τα άλογα είναι γρήγορα και όχι αργά σαν και εσάς, απάντησε υποτιμητικά η Χαρά
-πικρόχολη, είπε ο μικρότερος ιππόκαμπος και τις γύρισαν όλοι τη πλάτη τους.
Ένας καρχαρίας επικίνδυνος με κοφτερά δόντια τη πλησίαζε. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου του είπε:
-τι τριγωνικό κεφάλι έχεις.
-η γλώσσα σου τσούζει περισσότερο από το σώμα σου και χωρίς να σε αγγίξει κανείς, είπε ο καρχαρίας.
Μόνη της πια η τσούχτρα η Χαρά κολυμπούσε στο βυθό της θάλασσας. Κανείς δεν ήθελε να την κάνει παρέα. Όταν πλησίαζε όλοι έφευγαν. Αυτό την έβαλε σε σκέψεις. Τι να φταίει που δεν τη θέλει κανένας; Μήπως δεν τη καταλαβαίνουν; Λέτε να φταίει η τσουχτερή της γλώσσα;