Το καρδιοτοκογράφημα ή ΝST (Non-Stress Test) είναι η καταγραφή της εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας και των συστολών της μήτρας
Πώς γίνεται η εξέταση
✔️ Ξαπλώνετε αναπαυτικά στο κρεβάτι
✔️ Η μαία θα τοποθετήσει κεφαλές του καρδιοτοκογράφου στην κοιλίτσα: θα τοποθετήσει gel στην μια γιατί καταγράφει τον καρδιακό παλμό των μωρών και η 2η τις συσπάσεις της μήτρας. Τις στερεώνει με ελαστικές ζώνες χωρίς να σφίγγει
✔️ Θα σας δώσει να κρατήσετε ένα πλαστικό κουμπί που μπορείτε να το πατάτε όποτε αισθάνεστε τις κινήσεις των μωρών σας
✔️ Ο καρδιακός ρυθμός, η δραστηριότητα της μήτρας και οι κινήσεις των μωρών σας θα καταγράφουν σε ένα χαρτί, όπου θα διαβάσει η γιατρός μας μετά το πέρας της εξέτασης
✔️ Ο σύντροφός σας μπορεί να παρευρίσκεται και να σας κρατάει συντροφιά
Πώς γίνεται ένα καρδιοτοκογράφημα;
Με το καρδιοτοκογράφημα πραγματοποιείται μια συνεχής καταγραφή των εμβρυικών παλμών και της έντασης και συχνότητας των συσπάσεων της μήτρας. Η κίνηση, ο καρδιακός ρυθμός και η «αντιδραστικότητα» του καρδιακού ρυθμού στην κίνηση μετρούνται για 20-30 λεπτά. Εάν τα μωρά δεν κινούνται, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει πρόβλημα. Θα μπορούσαν απλώς να κοιμούνται. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να παραταθεί η διάρκεια της εξέτασης.
Υπάρχουν κίνδυνοι ή παρενέργειες από το καρδιοτοκογράφημα;
Το καρδιοτοκογράφημα είναι μια μη επεμβατική εξέταση που δεν ενέχει γνωστούς κινδύνους ή παρενέργειες για τη μητέρα ή το έμβρυο.
Πότε πραγματοποιείται καρδιοτοκογράφημα ;
Τα NST γενικά εκτελούνται μετά την 28η εβδομάδα κύησης. Πριν από τις 28 εβδομάδες, το έμβρυο δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά ώστε να ανταποκριθεί στο πρωτόκολλο της εξέτασης. Πριν από τις 28 εβδομάδες ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν πρόωρες συσπάσεις της μήτρας.
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα καρδιοτοκογραφήματος και ποιοι είναι οι λόγοι για περαιτέρω έλεγχο;
Ένα καθησυχαστικό (αντιδραστικό) καρδιοτοκογράφημα δείχνει ότι η ροή αίματος (και οξυγόνου) στα έμβρυα είναι επαρκής. Ένα μη καθησυχαστικό (μη – αντιδραστικό) καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας απαιτεί πρόσθετο έλεγχο για να προσδιοριστεί εάν το αποτέλεσμα οφείλεται πραγματικά σε κακή οξυγόνωση ή εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τη μη αντιδραστικότητα των εμβρύων (π.χ. συνήθειες ύπνου, λήψη ορισμένων φαρμάκων ή ουσιών).