Τι είναι η αποβολή, πόσο συχνά μπορεί να συμβεί, τι είναι οι καθ’ έξιν αποβολές και πώς αντιμετωπίζονται; Ως αποβολή ορίζεται οποιαδήποτε απώλεια κύησης πριν από τη συμπλήρωση 20 εβδομάδων ή όταν το έμβρυο ζυγίζει λιγότερο από 500 γραμμάρια.
Πόσο συχνή είναι η αποβολή;
Η αποβολή είναι πολύ συχνότερη απ’ ό,τι πιστεύετε…
Φαίνεται πως σημαντικό ποσοστό – κάποιοι το υπολογίζουν στο 70% – των γονιμοποιημένων ωαρίων δεν φτάνουν να γίνουν «παιδί στην αγκαλιά». Μάλιστα ενδέχεται ακόμα και το 50% των γονιμοποιημένων ωαρίων να «χάνεται» πριν ακόμα η γυναίκα διαπιστώσει καθυστέρηση στην έλευση της έμμηνου ρύσης. Έτσι αυτή θεωρεί, πως η περίοδός της ήρθε κανονικά, ίσως με λίγο περισσότερο αίμα ή λίγο μεγαλύτερη διάρκεια.
Τι εννοούμε, όταν αναφερόμαστε σε «καθ’ έξιν» αποβολές;
Λέμε, πως ένα ζευγάρι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο καθ’ έξιν αποβολών, όταν εκ του ιστορικού του προκύπτουν πλέον των 3 συνεχόμενων αποβολών, οπότε και συνιστάται να ξεκινήσει ο σχετικός κλινικοεργαστηριακός έλεγχος.
Πόσο συχνά είναι τα περιστατικά καθ’ έξιν αποβολών;
Υπολογίζεται, πως το πρόβλημα αυτό έχει συχνότητα, η οποία κυμαίνεται μεταξύ του 1/300 και του 1/100 των ζευγαριών, που ξεκινάνε προσπάθειες τεκνοποίησης.
Δηλαδή πρέπει πάντα να περιμένουμε 3 αποβολές, πριν αρχίσουμε τον έλεγχο;
Ο έλεγχος μπορεί να γίνει ακόμα και μετά από μία αποβολή, αν το ζευγάρι το επιθυμεί. Όμως με δεδομένη την υψηλή συχνότητα του φαινομένου της μεμονωμένης αποβολής, ίσως αυτό να ήταν πρώιμο.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα ζευγάρια, στα οποία η ηλικία της γυναίκας είναι από 35 ετών και πάνω, ίσως να ήταν καλύτερα ο έλεγχος να ξεκινήσει ακόμα και μετά από 2 μόνον αποβολές.
Το μόνο κριτήριο για έναρξη του ελέγχου είναι ο αριθμός των αποβολών;
Όχι. Έλεγχος για το ενδεχόμενο καθ’ έξιν αποβολών συνιστάται να γίνει ακόμα και μετά από μία μόνον αποβολή, αν προηγουμένως έχει καταγραφεί στον υπερηχογραφικό έλεγχο η καρδιακή λειτουργία του εμβρύου.
Ποια είναι τα αίτια των καθ’ έξιν αποβολών; Πώς γίνεται ο έλεγχος; Πώς αντιμετωπίζονται;
- Γενετικοί παράγοντες
Το γενετικό μας υλικό – το DNA μας δηλαδή – είναι οργανωμένο σε «πακέτα», που ονομάζονται χρωμοσώματα. Ο άνθρωπος έχει 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων. Σε κάθε χρωμόσωμα αντιστοιχεί και ένας αριθμός από το 1 μέχρι το 22, ενώ το 23ο ζεύγος χρωμοσωμάτων είναι τα φυλετικά χρωμοσώματα (αυτά που καθορίζουν το φύλο – το Χ και το Υ: 2Χ χρωμοσώματα = θήλυ, 1Χ και 1Υ = άρρεν). Από το κάθε ζεύγος χρωμοσωμάτων το ένα το κληρονομήσαμε από τον πατέρα μας και το άλλο από τη μητέρα μας. Το DNA κάθε χρωμοσώματος διαιρείται σε γονίδια, σε τμήματα δηλαδή, το κάθε ένα εκ των οποίων έχει συγκεκριμένη λειτουργία.
Σε μερικούς ανθρώπους κάποια χρωμοσώματα έχουν «ανταλλάξει» μεταξύ τους κάποια γονίδια (βλ. εικόνα). Η «ανταλλαγή» αυτή δεν επηρεάζει τη ζωή του φορέα, αφού αυτός έχει όλα τα γονίδια, που χρειάζεται για να ζήσει. Όμως το φαινόμενο αυτό περιπλέκει τον τρόπο, που ο φορέας θα «κληροδοτήσει» τα γονίδια στους απογόνους του. Έτσι είναι πιθανό κάποιοι απόγονοί του να μην έχουν «πλήρες» γενετικό υλικό. Για το λόγο αυτό αυξάνονται οι πιθανότητες, όταν αποφασίσει να τεκνοποιήσει, να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο των καθ’ έξιν αποβολών. Φαίνεται, πως η «ανταλλαγή» αυτή εμφανίζεται με συχνότητα 1/500 στο γενικό πληθυσμό.
Για να διαπιστώσουμε αν ένας άνθρωπος είναι φορέας μιας τέτοιας «ανταλλαγής», χρειάζεται να εξετάσουμε τον καρυότυπό του. Ο καρυότυπος είναι μια «φωτογραφία» του γενετικού υλικού, στην οποία διακρίνεται η μορφολογία των χρωμοσωμάτων του. Ο έλεγχος του καρυοτύπου γίνεται με μια απλή αιμοληψία. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, πως συνιστάται να ελεγχθεί ο καρυότυπος τόσο της γυναίκας, όσο και του άνδρα, καθότι καθ’ έξιν αποβολές ενδέχεται να προκληθούν, αν οποιοσδήποτε εκ τω δύο είναι φορέας της «ανταλλαγής».
Αν εκ του ελέγχου του καρυοτύπου προκύψει, πως κάποιος εκ των συντρόφων είναι φορέας της «ανταλλαγής», τότε συνιστάται, προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες για καθ’ έξιν αποβολές να γίνει εξωσωματική γονιμοποίηση σε συνδυασμό με προεμφυτευτικό έλεγχο των εμβρύων. Με τον προεμφυτευτικό έλεγχο επιλέγουμε τα έμβρυα, που έχουν πλήρες γενετικό υλικό και αυτά χρησιμοποιούμε στην εμβρυομεταφορά.
- Ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας και του τραχήλου
Οι ανατομικές αυτές ανωμαλίες περιλαμβάνουν συγγενείς ανωμαλίες (εμφανείς από τη γέννηση):
- Διάφραγμα εντός της ενδομητρικής κοιλότητας
- Διαταραχές του μεγέθους της μήτρας (πολύ μικρή μήτρα)
- Διαταραχές του σχήματος της μήτρας (π.χ. δίκερως μήτρα)
Άλλες ανωμαλίες είναι επίκτητες (εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας):
- Ινομυώματα
- Πολύποδες
- Σύνδρομο Asherman (δημιουργία συμφύσεων εντός της ενδομητρικής κοιλότητας)
Η διάγνωση των ανωμαλιών αυτών γίνεται με τον κλινικό έλεγχο (γυναικολογική εξέταση, που περιλαμβάνει επισκόπηση του τραχήλου και ψηλάφηση της μήτρας) σε συνδυασμό με τον απεικονιστικό έλεγχο (κατά κύριο λόγο υπερηχογραφικό έλεγχο, και – σπανιότερα – μαγνητική τομογραφία). Χρήσιμη στα πλαίσια του ελέγχου αυτού είναι και η υστεροσκόπηση (ο έλεγχος της ενδομητρικής κοιλότητας με την εισαγωγή σε αυτόν ειδικής κάμερας).
Ανάλογα με το είδος της ανατομικής ανωμαλίας συστήνεται και η ανάλογη θεραπεία, η οποία ενδέχεται να είναι χειρουργική.
- Ενδοκρινολογικές παθήσεις
- Παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα (υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός)
- Υπερπρολακτιναιμία (η υπερβολική έκκριση της ορμόνης προλακτίνης από μία περιοχή του εγκεφάλου)
- Διαβήτης
Η διάγνωση των παθήσεων αυτών γίνεται με το σχετικό εργαστηριακό, κλινικό και απεικονιστικό έλεγχο, ώστε να καθοριστεί το είδος και η δοσολογία της φαρμακευτικής αγωγής, που πρέπει να χορηγηθεί.
- Λοιμώξεις του γεννητικού συστήματος της γυναίκας
Οι λοιμώξεις της μήτρας και του κόλπου, που κατά καιρούς έχουν συνδεθεί με το ενδεχόμενο καθ’ έξιν αποβολών είναι:
- Χλαμύδια
- Ουρεόπλασμα
- Μυκόπλασμα
- Ιός του Έρπητα
Εντούτοις, η πιθανότητα οι λοιμώξεις αυτές να συνδέονται με τις καθ’ έξιν αποβολές δεν έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα από τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό η ενσωμάτωση του ελέγχου για τις λοιμώξεις αυτές στον έλεγχο για καθ’ έξιν αποβολές δεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής από την επιστημονική κοινότητα.
Ίσως ο έλεγχος αυτός να έχει κάποια χρησιμότητα, αν πρόκειται για γυναίκες, που παρουσιάζουν κάποιου είδους ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος ή αναφέρουν ιστορικό αφροδίσιων νοσημάτων.
- Ανοσοποιητικό σύστημα
Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι το σύστημα, που μας προστατεύει από λοιμώξεις από μικρόβια και ιούς, αλλά και διάφορους βλαπτικούς παράγοντες γενικότερα, όπως είναι τα καρκινικά κύτταρα, που κατά καιρούς εμφανίζονται στο σώμα μας.
Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει την ιδιότητα να «επιτίθεται» σε όποια δομή αναγνωρίζει ως ξένη με σώμα μας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μεταμοσχεύσεων. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της διαδικασίας αυτής είναι το πώς θα καταφέρουμε να εμποδίσουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα από το να «επιτεθεί» και να καταστρέψει το μόσχευμα.
Είναι απορίας άξιον και γοητευτικό πεδίο έρευνας το πώς είναι δυνατόν το ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας να μην «επιτίθεται» στο έμβρυο, το οποίο είναι εκ των πραγμάτων «ξένο σώμα».
Έχει διατυπωθεί η θεωρία, πως το ανοσοποιητικό σύστημα ενδέχεται να εμπλέκεται σε κάποιες περιπτώσεις καθ’ έξιν αποβολών. Για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού έχουν προταθεί και σχετικές θεραπείες. Όμως, η αποτελεσματικότητα των θεραπειών αυτών από πολλούς αμφισβητείται.
Μία περίπτωση, στην οποία η εμπλοκή του ανοσοποιητικού συστήματος της γυναίκας φαίνεται αποδεδειγμένα να εμπλέκεται στις καθ’ έξιν αποβολές, είναι το λεγόμενο Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο. Αν μια γυναίκα εμφανίζει το σύνδρομο αυτό, είναι πιο πιθανό να παρουσιάζει θρομβώσεις, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη του εμβρύου.
Η διάγνωση του Αντιφωσφολιπιδικού Συνδρόμου γίνεται με αιματολογικό έλεγχο. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης συνιστάται η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, αλλά και για κάποιο διάστημα μετά τον τοκετό.
6. Διαταραχές πηκτικότητας
Οι διαταραχές πηκτικότητας αφορούν «απορρύθμιση» του μηχανισμού πήξης του αίματος και έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης θρομβώσεων, οι οποίες βλάπτουν το έμβρυο. Η διαταραχή της πηκτικότητας, που έχει συνδεθεί με τις καθ’ έξιν αποβολές είναι η Θρομβοφιλία.
Η διάγνωση της Θρομβοφιλίας γίνεται με αιματολογικό έλεγχο και σε περίπτωση θετικής διάγνωσης συνιστάται η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης, αλλά και για κάποιοι διάστημα μετά από τον τοκετό.
Εν τέλει…
Η αντιμετώπιση του προβλήματος των καθ’ έξιν αποβολών είναι ένα πρόβλημα, που εκτός από την «επιστημονική» αντιμετώπισή του, απαιτεί και την παροχή ψυχολογικής υποστήριξης στο ζευγάρι, αφού δοκιμάζεται η ψυχική ισορροπία τόσο της γυναίκας, όσο και του άνδρα.
Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!