Τη στιγμή που γεννιούνται έχουν ακριβώς τα ίδια γονίδια. Όσο μεγαλώνουν και οι ζωές τους εξελίσσονται διαφορετικά, αλλάζουν ακόμη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Γιατί συμβαίνει αυτό και πόσο φυσιολογικό είναι; Τις απαντήσεις δίνουν βρετανοί ειδικοί, με την ολοκλήρωση μιας επιστημονικής έρευνας που διήρκεσε 21 χρόνια!
Τα όμοια δίδυμα (μονοζυγωτικά), αυτά που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού, έχουν ακριβώς τα ίδια γονίδια. Είναι, δηλαδή, ο ένας κλώνος του άλλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι εάν δεν γεννιόνταν δίδυμα, θα γεννιόταν ένα σιαμαίο παιδί. Επίσης, επειδή συνήθως μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια, οι ομοιότητές τους στην παιδική ηλικία είναι πολλές. «Εμείς παραμένουμε ίδιες μέχρι και σήμερα. Και παρά το κοινό πρόβλημα υγείας που μας οδήγησε και τις δύο σε μεταμόσχευση καρδιάς, είμαστε καλά και ευτυχισμένες», λέει στα «ΝΕΑ» η Σταμάτω Γεωργαντά.
«Όταν φύση και ανατροφή βαδίζουν χέρι χέρι, μεταξύ δύο όμοιων διδύμων δεν υπάρχουν διαφορές. Τουλάχιστον διακριτές και έως μία ηλικία. Όταν όμως οι ζωές τους αλλάξουν έστω και σε μικρά πράγματα της καθημερινότητας, τότε οι αλλαγές και οι διαφορές γίνονται αισθητές σε όλους», τονίζει ο καθηγητής Τιμ Σπέκτορ, υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη στην ιστορία μελέτη σε διδύμους. Η μελέτη που έκαναν οι επιστήμονες του Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου σε όμοιους διδύμους κατέδειξε τις μεγάλες διαφορές που μπορεί να προκαλέσουν οι περιβαλλοντικοί και διατροφικοί παράγοντες στην ποιότητα της ζωής μας, αλλά και στον καθορισμό τελικά του πόσα χρόνια θα ζήσουμε και αν θα είμαστε ευτυχισμένοι.
Η Μπάρμπαρα και η Κριστίν, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα «Ομπζέρβερ», που συμμετέχουν ως εθελόντριες εδώ και αρκετά χρόνια στο ερευνητικό πρόγραμμα, έχουν πολλά κοινά με τους λοιπούς όμοιους διδύμους. Το πρώτο κοινό τους βέβαια, είναι ότι είναι ολόιδιες. Ακόμη πριν γεννηθούν μοιράστηκαν την ίδια μήτρα, μόλις γεννήθηκαν μοιράστηκαν το ίδιο στήθος για να θηλάσουν, το ίδιο δωμάτιο για να κοιμηθούν, το ίδιο σπίτι, την ίδια τάξη στο σχολείο. Είναι αρκετά δύσκολο σε κάποιον που δεν τις γνωρίζει να καταφέρει να τις ξεχωρίσει. «Όλα αυτά τα κοινά κρατούν το πολύ μέχρι την ηλικία των 18 ετών», υποστηρίζει ο Σπέκτορ.
Όσο κοινές και να είναι αυτές οι εξωγενείς επιδράσεις, όπως φαίνεται από την έρευνα, στην εξέλιξή τους επηρεάζουν δραματικά και δημιουργούν δύο τελείως διαφορετικούς ανθρώπους. Γιατί; Διότι η αλληλεπίδραση των γονιδίων με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως βρέθηκε, είναι αυτή που διαφοροποιεί τον άνθρωπο. Μάλιστα, όταν άρχισε τη μελέτη ο δρ. Σπέκτορ, ήταν λιγότερο αισιόδοξος για τέτοιου είδους αποτελέσματα.
Τα πρώτα βήματα
Το 1990 οι πρώτες ασθένειες που μελέτησε σε διδύμους ήταν ο καταρράκτης και η αρθρίτιδα. Και οι δύο απορρίφθηκαν ως πεδίο μελέτης από τα πρώτα χρόνια, καθώς φάνηκε να έχει σχέση περισσότερο με τη φυσική φθορά που επέρχεται με την πρόοδο της ηλικίας, παρά με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Άρα, αν προχωρούσαν έτσι, θα διενεργούσαν μία έρευνα που θα είχε αποτελέσματα για το αρχικό ζητούμενο τουλάχιστον 60 χρόνια αργότερα, όταν δηλαδή θα είχαν γεράσει οι συμμετέχοντες.
Οι αλλαγές που έπρεπε να κάνει ο Σπέκτορ στον σχεδιασμό της μελέτης έγιναν άμεσα αντιληπτές. Αυτό που έκανε σε πρώτη φάση ήταν να συγκρίνει όμοιους και ανόμοιους διδύμους στην ευαισθησία που είχαν να εκδηλώνουν διάφορες ασθένειες. Με αυτό τον τρόπο σύγκρισης κατάφερε να ξεχωρίσει τα γενετικά μονοπάτια των ασθενειών από τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Ετσι, ο Σπέκτορ άρχισε να στρατολογεί διδύμους στο νέο τμήμα που είχε φτιάξει για τη συγκεκριμένη έρευνα στο νοσοκομείο Σαν Τόμας στο Λονδίνο.
Μάλιστα, ο χρόνος ήταν ο καταλληλότερος για τη μελέτη καθώς την περίοδο εκείνη, τέλη του 1980 και αρχές του 1990, είχαν αρχίσει οι πρώτες γονιδιακού τύπου εξετάσεις μοριακής βιολογίας όπως ονομάζονταν. Με αυτές μπορούσαν να διαγνωστούν διάφορες ασθένειες που οφείλονταν μόνο σε ένα ελαττωματικό γονίδιο, όπως είναι η κυστική ίνωση και η μυϊκή δυστροφία. Οι περισσότερες ασθένειες όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτης κ.λπ. ήταν αρκετά σύνθετες για την τεχνολογία της δεκαετίας εκείνης. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο το 90% των μελετών σε διδύμους «κατέληγαν στα σκουπίδια», σχολιάζει ο Σπέκτορ.
Επιστημονικό Σφάλμα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστημονικού σφάλματος ήταν η μελέτη που αποφαινόταν ότι οι γονιδιακοί υποδοχείς της βιταμίνης D είναι ο αποκλειστικός παράγων πρόκλησης οστεοπόρωσης και ότι μία απλή γονιδιακή παραλλαγή έκανε τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στη νόσο. Μάλιστα, η ανακάλυψη είχε γίνει εξώφυλλο στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature». «Ήταν μεγάλο λάθος όλο αυτό», σχολιάζει ο Σπέκτορ.
Αργότερα, στο βιολογικό οπλοστάσιο του Σπέκτορ προστέθηκε το Πρόγραμμα Ανάλυσης Ανθρώπινου Γονιδιώματος, κατά το οποίο 3 δισ. μονάδες DNA αποκωδικοποιήθηκαν. Η γνώση και η τεχνολογία που κληροδοτήθηκαν από αυτή την ιστορική ανάλυση άλλαξαν άρδην το τεχνικό μέρος της μελέτης των διδύμων. «Είχαμε 7.000 δίδυμα, δηλαδή 3.500 ζευγάρια αδελφών. Και ενώ χρειάζονταν περίπου 10 χρόνια για να αναλύσουμε τα κύτταρά τους και να έχουμε λεπτομέρειες για τις διαφορές και τις ομοιότητές τους, με τη νέα τεχνολογία μπορούσαμε άμεσα να έχουμε όλα αυτά τα δεδομένα σε μόνο μερικούς μήνες», τονίζει ο Σπέκτορ.
Ετσι, κάθε ημέρα για 21 ολόκληρα χρόνια όλοι οι δίδυμοι που συμμετείχαν στη μελέτη κατέγραφαν την καθημερινότητά τους και οι ειδικοί από το Κινγκς Κόλετζ μελετούσαν τις διαφορές στον τρόπο ζωή. Ακολούθως υποβάλλονταν σε εξετάσεις αίματος, μέτρησης πυκνότητας οστών, μετρήσεις πνευμονικής λειτουργίας, ακτινογραφίες ολόκληρου του σώματος σε συνδυασμό με μία σειρά ψυχομετρικών τεστ. «Η μελέτη ήταν ευχάριστη και για εμάς. Ήμουν πολύ χαρούμενη που μπήκα σε αυτή τη διαδικασία με τη δίδυμη αδελφή μου. Πιστεύω μάλιστα πως τα αποτελέσματα θα δώσουν πολλές απαντήσεις για το είδος του τρόπου ζωής και πόσο επηρεάζει τελικά τα γονίδια ή το αντίθετο», λέει η Κριστίν.
Μικρές αλλαγές, μεγάλες ανατροπές
«Όταν οι ζωές τους αλλάξουν έστω και σε μικρά πράγματα της καθημερινότητας, τότε οι αλλαγές και οι διαφορές γίνονται αισθητές σε όλους», τονίζει ο καθηγητής Τιμ Σπέκτορ, υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη στην Ιστορία μελέτη σε διδύμους.
Πηγή: tanea.gr