Η μαμά είχε μια δύσκολη μέρα. Τα δυόμισι χρονών δίδυμά της καβγάδιζαν εδώ και αρκετή ώρα. Μάλλον από το ίδιο πρωί, για την ακρίβεια απ’ την ώρα που ξύπνησαν, και μάλλον δεν σταμάτησαν όλη την ημέρα. Ούρλιαζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, χτυπούσαν και δάγκωναν το ένα το άλλο.
Η μαμά τους προσπαθούσε όλη την ημέρα να τα ηρεμήσει με διάφορους τρόπους, όμως ήταν και η ίδια αρκετά κουρασμένη και έτσι το απόγευμα, όταν πια δεν άντεχε άλλο, συνέβη το εξής. Ξαφνικά σηκώθηκε και άρχισε να ουριλάζει “σταματήστε!”. Τα παιδιά δεν άκουγαν καν τις φωνές της, έτσι η μαμά που είχε φτάσει πια στα όριά της, είπε: “Αν σας ξαναδώ να τσακώνεστε, θα σας πετάξω και τους δύο έξω από το σπίτι”. Τα δίδυμα αγόρια της ηρέμησαν και πήγαν βιαστικά στο σδωμάτιό τους. Μετά από λίγο η μαμά είδε τα παιδιά να κυκλοφορούν μες στο σπίτι με τα σακίδιά τους, έτοιμα να φύγουν από το σπίτι.
“Οι τσάντες μας είναι έτοιμες, μαμά”, είπαν τα δίδυμα αγοράκια! Η μαμά γεμάτη τύψεις και ενοχές αγκάλιασε τα παιδιά της και τα κρατούσε για ώρα στην αγκαλιά της, μέχρι να σταματήσει και η ίδια να κλαίει από κούραση, αγάπη, ενοχή…
Ποιο είναι το δίδαγμα της αληθινής αυτής ιστορίας; Πρέπει οι γονείς να προσέχουμε τα λόγια μας, όταν μιλάμε στα παιδιά μας. Όσο κουρασμένοι ή νευριασμένοι και να είμαστε, δεν πρέπει να λέμε πράγματα που δεν εννοούμε, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα καταλάβουν τα παιδιά από τη συμπεριφορά και τα λεγόμενά μας και πότε θα κάνουν ακριβώς αυτό που τους είπαμε…