Η Άρνη, κόρη της Ευίππης και του Αίολου αποπλανήθηκε από τον Ποσειδώνα, ο Δεσμόντης (ο θετός της πατέρας), ανακαλύπτοντας ότι η Άρνη περίμενε παιδί, την τύφλωσε και την έκλεισε σε ένα άδειο τάφο. Η Άρνη γέννησε δίδυμους γιους, που ο Δεσμόντης πρόσταξε τους υπηρέτες του να τους αφήσουν στο όρος Πήλιο για να τους φάνε τα αγρίμια. Κάποιος βοσκός όμως από την Ικαρία βρήκε και έσωσε τα δίδυμα. Το ένα, έμοιαζε τόσο πολύ με τον παππού του και έτσι το ονόμασαν Αίολο, το άλλο αναγκάστηκε να περιοριστεί στο όνομα Βοιωτός.
Εν τω μεταξύ, ο Μεταπόντος, βασιλιάς της Ικαρίας, είχε απειλήσει τη στείρα σύζυγό του Θεανώ ότι θα τη χωρίσει αν δεν του έκανε κληρονόμο μέσα σε ένα χρόνο. Ενώ ο Μεταπόντος έλειπε επίσκεψη σε κάποιο μαντείο, η Θεανώ κατέφυγε στο βοσκό ζητώντας του βοήθεια, και αυτός της έφερε τα έκθετα, που εκείνη, με την επιστροφή του Μεταπόντιου, τα παρουσίασε για δικά της.
Αργότερα, αποδεικνύοντας ότι τελικά δεν ήταν στείρα, η Θεανώ γέννησε δίδυμους γιούς αλλά τα έκθετα, καθώς είχαν θεϊκή καταγωγή, ήταν πολύ πιο όμορφα. Δεδομένου ότι ο Μεταπόντος δεν είχε λόγους να υποπτεύεται ότι δεν ήταν παιδιά του, ο Αίολος και ο Βοιωτός παρέμειναν οι ευνοούμενοι του. Η Θεανώ ζήλεψε, και περίμενε να λείψει πάλι από το σπίτι ο Μεταπόντος και τότε πρόσταξε τους γιους της να πάνε κυνήγι μαζί με τους πρεσβύτερους αδελφούς τους και να τους δολοφονήσουν, δήθεν ότι ήταν ατύχημα. Ωστόσο, η συνωμοσία της Θεανούς απέτυχε, επειδή στη συμπλοκή που επακολούθησε, εμφανίστηκε ο Ποσειδώνας για να βοηθήσει τους γιους του . Ο Αίολος και ο Βοιωτός γρήγορα βρέθηκαν να κουβαλούν πίσω στο παλάτι νεκρούς τους παρ’ ολίγο δολοφόνους τους, και η Θεανώ, όταν τους είδε να πλησιάζουν, χτυπήθηκε με κυνηγετικό μαχαίρι και σκοτώθηκε.
Ο Αίολος και ο Βοιωτός κατέφυγαν στο θετό πατέρα τους, το βοσκό, όπου ο Ποσειδώνας αυτοπροσώπως αποκάλυψε το μυστικό της καταγωγής τους. Τους πρόσταξε να απελευθερώσουν τη μητέρα τους, που εξακολουθούσε να μαραζώνει μέσα στον τάφο, και να σκοτώσουν τον Δεσμόντη. Αυτοί υπάκουσαν χωρίς δισταγμό, και αφού ο Ποσειδώνας ξανάδωσε στην Άρνη την όραση της, επέστρεψαν και οι τρεις τους στην Ικαρία. Ο Μεταπόντος, όταν έμαθε ότι η Θεανώ τον είχε εξαπατήσει, παντρεύτηκε την Άρνη και υιοθέτησε νομοτύπως τους γιους της σαν κληρονόμους του.
Όλα πήγαν καλά για μερικά χρόνια, ώσπου ο Μεταπόντος αποφάσισε να χωρίσει την Άρνη και να ξαναπαντρευτεί. Ο Αίολος και ο Βοιωτός πήραν το μέρος της μητέρας τους στον καβγά πού επακολούθησε, και σκότωσαν την καινούρια βασίλισσα, αλλά υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την κληρονομιά τους και να το σκάσουν. Ο Βοιωτός μαζί με την Άρνη κατέφυγαν στο ανάκτορο του παππού του Αίολου, ο οποίος τους κληροδότησε το νότιο μέρος του Βασιλείου του και το μετονόμασε Άρνη. Οι κάτοικοι του εξακολουθούν να αποκαλούνται Βοιωτοί. Δύο θεσσαλικές πόλεις, πού η μια τους αργότερα έγινε η Χαιρώνεια, υιοθέτησαν επίσης το όνομα της Άρνης.
Εν τω μεταξύ, ο Αίολος σαλπάρισε με μερικούς φίλους του και κατευθυνόμενος δυτικά κατέλαβε τις επτά Νήσους του Αιόλου στο Τυρρηνικό Πέλαγος, όπου δοξάστηκε σαν έμπιστος των θεών και φύλακας των ανέμων. Έμενε στη Λιπαρά, πλωτό νησί με απότομες πλάγιες, όπου μέσα τους βρίσκονταν κλεισμένοι οι άνεμοι. Από τη σύζυγό του Εναρέτη είχε έξι γιους και έξι κόρες, πού ζούσαν όλοι μαζί, ευχαριστημένοι ο ένας με τη συντροφιά του άλλου, σ’ ένα ανάκτορο πού περιβαλλόταν από χάλκινο τείχος . Η ζωή τους ήταν αδιάκοπο γλέντι, τραγούδι και ξεφάντωμα, ώσπου κάποια μέρα ο Αίολος ανακάλυψε ότι ο νεότερος γιος του Μακαρεύς πλάγιαζε με την αδελφή του Κανάκη. Γεμάτος φρίκη πέταξε τον καρπό του αιμομικτικού ερωτά τους στα σκυλιά, και έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος με το οποίο εκείνη ευσυνείδητα αυτοκτόνησε. Κατόπιν όμως ο Αίολος ανακάλυψε ότι και οι άλλοι του γιοι και οι κόρες του, καθώς ουδέποτε είχαν ειδοποιηθεί ότι η αιμομιξία μεταξύ των θνητών δεν άρεσε στους θεούς, είχαν κι αυτοί αθώα ζευγαρώσει, και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανδρόγυνα.
Μη θέλοντας να προσβάλει τον Δία, που θεωρούσε την αιμομιξία προνόμιο των Ολύμπιων, ο Αίολος χάλασε αυτούς τούς γάμους και πρόσταξε τέσσερις από τούς εναπομένοντας γιους του να μεταναστεύσουν. Αυτοί επισκέφθηκαν την Ιταλία και τη Σικελία, όπου ιδρύσαν ο καθένας τους από ένα φημισμένο Βασίλειο και συναγωνίστηκαν τον πατέρα τους στην αγνότητα και τη δικαιοσύνη. Μόνο ο πέμπτος και μεγαλύτερος γιος έμεινε στην πατρίδα, διάδοχος του Αίολου στο θρόνο της Λιπάρας. Αλλά μερικοί λένε ότι ο Μακαρεύς και η Κανάκη είχαν μια κόρη, την Άμφισσα, πού αργότερα την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας.
Ο Δίας είχε περιορίσει τούς άνεμους επειδή φοβόταν ότι αν δεν κρατιόνταν κάτω από έλεγχο, θα μπορούσαν κάποια μέρα να σαρώσουν στεριά και θάλασσα και να τις πάνε ψηλά στον αέρα, και έτσι τούς ανέλαβε ο Αίολος σύμφωνα με επιθυμία της Ήρας.
Καθήκον του Αίολου ήταν να αφήνει τούς ανέμους, έναν-έναν, κατά την κρίση του, ή ακολουθώντας το λογικό αίτημα κάποιας ολύμπιας θεότητας. Αν χρειαζόταν καταιγίδα, ο Αίολος έμπηγε το δόρυ του στο πλευρό του απότομου βράχου, και οι άνεμοι ξεχύνονταν από την τρύπα πού είχε ανοίξει, ώσπου ο ίδιος να σταματήσει πάλι την καταιγίδα . Ο Αίολος ήταν γνωστικός και τόσο ικανός ώστε όταν η ώρα του θανάτου του πλησίασε, ο Δίας δεν τον έστειλε στον Τάρταρο αλλά τον εγκατέστησε σε θρόνο μέσα στο Σπηλαίο των Ανεμών, όπου και εξακολουθεί να βρίσκεται . Η Ήρα επιμένει ότι οι ευθύνες του δίνουν στον Αίολο το δικαίωμα να παρακάθεται στα συμπόσια των θεών αλλά οι άλλοι Ολύμπιοι – και ιδίως ο Ποσειδώνας, που θεωρεί ιδιοκτησία του τη θάλασσα και τον αέρα και που με μεγάλη γκρίνια παραχωρεί σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να ξεσηκώνει καταιγίδες – τον θεωρούν παρείσακτο.
Πηγές: enaasteri.blogspot.gr, theancientweb.wordpress.com