Η μόρφωση είναι ένα από τα μεγαλύτερα εφόδια που μπορούν να προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους. Μόνο που η μόρφωση δεν ξεκινάει στην πρώτη δημοτικού, ξεκινάει στο πρώτο «Γιατί, μαμά;». Και δεν τελειώνει στην τρίτη λυκείου ούτε στην αποφοίτηση από τις μεταπτυχιακές σπουδές. Τελειώνει τη μέρα που το παιδί θα πάψει να νιώθει ερευνητής, τη μέρα που θα πάψει να ανακαλύπτει τον κόσμο. Τελειώνει τη μέρα που κάποιος θα το πείσει πως είναι κακό να ρωτάει. Τελειώνει τη μέρα που κάποιος θα το πείσει πως οφείλει μόνο να απαντάει.
Αυτά και άλλα πολύ ενδιαφέροντα διάβασα πρόσφατα στο βιβλίο “Πώς θα κάνω το παιδί μου να αγαπήσει το σχολείο;” της Μαρίνας Ψιλούτσικου από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Πόσα ερωτήματα γεννήθηκαν με αυτό το βιβλίο και συγχρόνως πόσες απαντήσεις πήρα…
“Μην επιτρέψετε να γίνουν οι απαντήσεις πιο σημαντικές από τα ερωτήματα. Τίποτα άξιο λόγου δεν συνέβη ποτέ επειδή κάποιος επανέλαβε μια «σωστή» απάντηση σε κάποιον που την ήξερε ήδη”, αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όλοι γεννιόμαστε τέλειοι ερευνητές, με αστείρευτη διάθεση για μάθηση. Ως μωρά, αντιμετωπίζουμε τα πάντα με ενδιαφέρον και χρησιμοποιούμε όλες τις αισθήσεις μας για να τα καταλάβουμε. Οφείλουμε λοιπόν και εμείς σαν γονείς να δημιουργήσουμε το περιβάλλον που θα επιτρέψει στα παιδιά μας να νιώθουν σε όλη τους τη ζωή ερευνητές.
Είχα τη χαρά να συνομιλήσω με τη συγγραφέα, Μαρίνα Ψιλούτσικου, και να προβληματιστώ σχετικά με θέματα που, νομίζω, οι περισσότεροι γονείς έχουν σχετικά με το μεγάλωμα των παιδιών τους.
1. Πολλοί γονείς βλέπουν στα μάτια των παιδιών τους είτε τους εαυτούς τους ως παιδιά ή αυτό που θα ήθελαν να έχουν επιτύχει. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντιμετώπισης είναι η κατά κάποιο τρόπο επιτακτική καθοδήγηση προς συγκεκριμένους στόχους που εκφράζουν τη δική τους κυρίως επιθυμία. Τι μπορεί να προκαλέσει στα παιδιά μια τέτοια – καλοπροαίρετη κατά τα άλλα – αντιμετώπιση και πώς μπορεί να τα επηρέασει στους στόχους που θα θέσουν για το μέλλον τους αλλά και την μετέπειτα ενήλικη ζωή τους;
Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν αφήνει περιθώρια αυτονομίας, δεν επιτρέπει στα παιδιά να διαλέξουν αυτό που επιθυμούν, αυτό που τους ταιριάζει, αυτό που έχουν ανάγκη ή αυτό που μπορούν. Μια τέτοια αντιμετώπιση διδάσκει στα παιδιά πως κάποιος άλλος έχει την ευθύνη της ζωής τους και των αποφάσεών τους. Στην αρχή οι γονείς, μετά οι φίλοι, μετά κάποιος άλλος.
Ένα λάθος που κάνουμε όλοι μας, είναι να θεωρούμε πως αυτό που μπορούμε εμείς, αυτό που αντέχουμε εμείς, είναι το ίδιο για όλους. Πιστεύουμε πως οι ενδεδειγμένες για μας επιλογές είναι ο ενδεδειγμένες για όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε πώς είναι δυνατόν κάτι που για μας είναι ιδανικό ή όνειρο να αφήνει αδιάφορο ή ακόμα και να απωθεί κάποιον άλλον. Αντίστοιχα, δεν μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε πώς είναι δυνατόν η ευτυχία κάποιου να βρίσκεται σε μια επιλογή που εμάς δεν μας ελκύει, πώς είναι δυνατόν κάτι που για μας είναι πανεύκολο να είναι απαγορευτικά δύσκολο για κάποιον άλλο ή το αντίθετο. Κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια πολύ συχνά. Κι ακριβώς γι’ αυτό πολλοί γονείς υπαγορεύουν στα παιδιά τους τι να κάνουν στη ζωή τους. Επειδή πραγματικά πιστεύουν ότι αυτό που τους λένε είναι που θα τα κάνει ευτυχισμένα. Και τις όποιες αντιρρήσεις τους, τις αποδίδουν στην απειρία τους. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει γονείς να λένε «δεν θέλω να κάνεις τα δικά μου λάθη» χωρίς να σκέφτονται πόσες παράμετροι μπορεί να είναι διαφορετικές στην περίπτωση των παιδιών τους, χωρίς να αφήνουν το περιθώριο μια επιλογή που ήταν λάθος για τους ίδιους να είναι σωστή για τα παιδιά τους!
Λέω συχνά πως δεν φτάνει η αγάπη των γονέων που τη θεωρώ δεδομένη και πολύ ισχυρή. Τα παιδιά χρειάζονται και τον σεβασμό τους. Δεν είναι εύκολο να το δεχτεί κανείς, αλλά ο σεβασμός στην προσωπικότητα, στο διαφορετικό του άλλου, ακόμα και στο δικαίωμά του στο λάθος, είναι αναφαίρετο δικαίωμα από τη στιγμή της γέννησής του, ίσως και νωρίτερα. Η συμπεριφορά που περιγράφετε στο ερωτημά σας, έχει τη βάση της σε αυτήν ακριβώς την παράλειψη: οι γονείς δεν σέβονται τα παιδιά τους. Τα λατρεύουν, τα προστατεύουν, κάνουν θυσίες γι’ αυτά, αλλά δεν τα σέβονται. Δεν τα βλέπουν ισότιμα. Κι αυτό, πέρα από όλες τις κακές επιλογές που μπορεί να επιφέρει σε επίπεδο στόχων και προόδου, κάνει ζημιά στην προσωπικότητα και στην ποιότητα ζωής τους. Ένας άνθρωπος που δεν εισπράττει σεβασμό, γεμίζει θυμό. Δείτε γύρω σας πόσοι θυμωμένοι έφηβοι και νέοι υπάρχουν. Έχω τη βάσιμη υποψία πως ο θυμός αυτός προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό από έλλειψη σεβασμού. Και δεν εξαφανίζεται όταν οι έφηβοι ενηλικιωθούν. Πολλοί άνθρωποι περνούν όλη τη ζωή τους θυμωμένοι. Και –επειδή αυτό έμαθαν- δεν σέβονται οι ίδιοι τον εαυτό τους και βάζουν στη ζωή τους κι άλλους ανθρώπους που δεν τους σέβονται. Και θυμώνουν ακόμα περισσότερο.
2. Συνήθως τα παιδιά εκλαμβάνουν ως αποτυχία την “κακή” απόδοση σε ένα διαγώνισμα ή στις σχολικές / εισαγωγικές εξετάσεις. Ως αποτέλεσμα κάποιων αρνητικών αποτελεσμάτων, πολλά παιδιά σταματούν την προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων τους. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η πραγματική αποτυχία και πώς μπορούμε εμείς οι γονείς να βοηθήσουμε τα παιδιά μας όταν απογοητεύονται και αποθαρρύνονται;
Τα παιδιά μαθαίνουν να απογοητεύονται, μαθαίνουν τον όρο «αποτυχία», δεν γεννιούνται έτσι. Το μαθαίνουμε όλοι απ’ τους γονείς μας, απ’ τους δασκάλους μας, απ’ το περιβάλλον μας. Δεν ξέρω διαχρονικά πώς εισχώρησε στην κοινωνικοποίηση, αλλά δεν είναι στη φύση μας να απογοητευόμαστε. Αλλιώς δεν θα μαθαίναμε ποτέ να περπατάμε και δεν θα μαθαίναμε ποτέ να μιλάμε. Αποτυγχάνουμε τόσες πολλές φορές πριν τα καταφέρουμε. Και δείτε, επειδή κανείς δεν παρεμβαίνει σε αυτές τις διαδικασίες, επειδή κανείς δεν μας κρίνει, συνεχίζουμε απτόητοι, μαθαίνουμε πιθανώς από κάθε μη επιτυχημένη απόπειρα και κάποια στιγμή τα καταφέρνουμε. Έχετε δει ποτέ μωρό να στεναχωριέται επειδή δεν περπάτησε με την πρώτη ή επειδή δεν είπε σωστά μια λέξη;
Νομίζω πως οι γονείς πρέπει να δίνουν το καλό παράδειγμα έμπρακτα. Να μην απογοητεύονται οι ίδιοι, δηλαδή. Και να μη σπεύδουν να παρηγορήσουν ένα παιδί χωρίς αυτό πράγματι να το χρειάζεται. Ξέρω πως βάζω δύσκολα, αλλά οι άλλοι βλέπουν στα μάτια μας το τι νιώθουμε, το βλέπουν σε αυτά που δεν λέμε. Κι αυτό αφορά γενικότερα τις ανθρώπινες σχέσεις, όχι μόνον τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς τους. Αν λοιπόν, πρέπει να βοηθήσουν κάποιον, ας ξεκινήσουν από τον εαυτό τους. Ας πείσουν τον εαυτό τους να μην αποθαρρύνεται, να μη στεναχωριέται και να μη θυμώνει ούτε με τις δικές τους «αποτυχίες» ούτε με εκείνες των παιδιών τους. Ας μάθουν ό,τι μπορούν από κάθε απόπειρα (δεν υπάρχει απόλυτη αποτυχία, πάντα κάτι πετυχαίνουμε) και ας συνεχίσουν την προσπάθεια. Και τα παιδιά, απλώς θα τους μιμηθούν.
Δεν ξέρω ποια είναι η πραγματική αποτυχία, το ψάχνω ακόμα. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι το να πάρεις έναν χαμηλό βαθμό στο σχολείο ή να μην περάσεις σε κάποιες εξετάσεις, ακόμα και στις πανελλήνιες. Γι’ αυτό είμαι πεπεισμένη. Θα σας πω κάτι που μαθαίνουμε στη λήψη αποφάσεων και που έχει στόχο να μετριάσει την αδικαιολόγητα μεγάλη βαρύτητα που δίνουμε στο βραχυπρόθεσμο συναίσθημα. Είναι ο κανόνας των τριών 10 και καλεί τους ανθρώπους να αξιολογούν τη σπουδαιότητα μιας συνέπειας (που φοβούνται ή που έχει συμβεί) σε τρία διαφορετικά χρονικά πλαίσια. Πώς θα νιώθουν γι’ αυτή μετά από 10 λεπτά, μετά από 10 μήνες και μετά από 10 χρόνια. Ειλικρινά, τώρα, ποιος θυμόταν τις σχολικές του «αποτυχίες», όχι δέκα χρόνια μετά, αλλά δέκα μήνες μετά ή δέκα εβδομάδες μετά; Και, ειλικρινά, πόσες από αυτές καθόρισαν το παραμικρό; Αντιθέτως, ο ίδιος ο φόβος της αποτυχίας καθορίζει την καθημερινή μας στάση, τις αποφάσεις μας και εν τέλει τη ζωή που ζούμε.
3. Στη σημερινή εποχή τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των παιδιών μας και σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αντικαταστήσει και τα παραδοσιακά έντυπα βιβλία. Ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις η χρήση των tablets έρχεται να αντικαταστήσει και το παιχνίδι των παιδιών αλλά και την επαφή τους με άλλα παιδιά. Ποια η γνώμη σας για τη χρήση των νέων τεχνολογιών σε μαθησιακό επίπεδο αλλά και σαν τρόπος ψυχαγωγίας από τα παιδιά;
Οι νέες τεχνολογίες είναι πολύτιμες για τη μάθηση (παιδιών και μη), είναι εκ των ουκ άνευ. Εγώ δεν θέλω να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το Internet, πλέον. Πραγματικά, οι ευκαιρίες μου στη γνώση θα περιοριστούν δραματικά χωρίς αυτό, θα χρειάζομαι πολύ περισσότερο χρόνο και πολύ περισσότερο κόπο για να μάθω κάτι καινούριο, να διασταυρώσω μια πληροφορία, να επαληθεύσω μια υπόθεση, να ερευνήσω κάτι. Υποθέτω πως για τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα σε αυτό το περιβάλλον, για τα παιδιά που δεν γνώρισαν τον κόσμο χωρίς τις νέες τεχνολογίες, είναι αδιανόητο να μην υπάρχουν. Είναι σαν να πουν σε μας να μην έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα ή αυτοκίνητο.
Το ίδιο ισχύει και για την ψυχαγωγία και για την επικοινωνία. Είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας πια, δεν είναι κάτι περίεργο ή ξένο. Και δεν νομίζω ότι αντικαθιστά τις σχέσεις μας, ίσως τις διαφοροποιεί λίγο. Κάποτε περνούσαμε τα μηνύματα σε χαρτί από χέρι σε χέρι μέσα στην τάξη, τώρα τα παιδιά στέλνουν μηνύματα με το κινητό τους. Κάποτε μιλούσαμε με τους φίλους μας στο τηλέφωνο, τώρα μιλάμε στο facebook. Κάποτε δίναμε στους φίλους μας τα «αρνητικά» για να βγάλουν κι αυτοί τις φωτογραφίες μας, τώρα τις ανεβάζουμε στο instagram. Κάποτε παίζαμε ηλεκτρονικά στα «ουφάδικα», τώρα παίζουμε online. Πολλές έρευνες μάλιστα έχουν εντοπίσει σημαντικά πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην ανάπτυξη δεξιοτήτων των παιδιών, στην ανάπτυξη ικανοτήτων που σχετίζονται με τη μάθηση.
Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν ανησυχίες για τις νέες τεχνολογίες. Σχετίζονται, όμως, όχι με την ύπαρξή τους (νομίζω πως συμφωνούμε όλοι πως καλώς υπάρχουν), αλλά με τη χρήση τους και κυρίως με την υπερβολή στη χρήση τους. Συμφωνώ πως δεν είναι υγιές να είναι η μόνη μας επιλογή. Δεν είναι υγιές ένας άνθρωπος να ζει μπροστά στην οθόνη του. Η φυσική συναναστροφή με άλλους είναι απαραίτητη, η επαφή με τη φύση είναι απαραίτητη. Είναι νομίζω απ’ τα καθήκοντα των γονέων να μάθουν οι ίδιοι όσα περισσότερα μπορούν για τα νέα μέσα και να διδάξουν με λόγια και παράδειγμα στα παιδιά τους ποια είναι η σωστή χρήση. Να τους πουν τι να προσέξουν και να τους δώσουν κι άλλες επιλογές, να τους βοηθήσουν να τα εντάξουν στη ζωή τους χωρίς να την κατακλύσουν.
4. Αναφέρεστε εκτενώς στην κριτική που ασκούν οι γονείς προς τα παιδιά τους, η οποία τελικά επικεντρώνεται κυρίως σε αρνητικά σχόλια και λάθη των παιδιών. Πολλοί γονείς σε αυτό το πλαίσιο βάζουν ταμπέλες και αποδίδουν χαρακτηρισμούς στα παιδιά τους – στα δίδυμα γίνονται συχνά και οι “απαραίτητες” συγκρίσεις. Τι καταλαβαίνουν τελικά τα παιδιά από μια κριτική που είναι ουσιαστικά παρατήρηση και τι αξία έχει για το μέλλον των παιδιών μας.
Η κριτική είναι χρήσιμο πράγμα και τη χρειαζόμαστε όλοι. Όλοι έχουμε ανάγκη κάποιον να μας επισημαίνει συμπεριφορές που πιθανώς δεν είναι συνειδητές, να μας λέει μια δεύτερη γνώμη, να μοιράζεται μαζί μας την εμπειρία του, να μας συμβουλεύει. Όλοι έχουμε ανάγκη κάποιον να εντοπίζει τα λάθη μας και να αναγνωρίζει τα σωστά μας. Οι γονείς μας είναι εξαιρετικοί υποψήφιοι γι’ αυτόν τον ρόλο. Μας αγαπούν, θέλουν το καλό μας, μας γνωρίζουν όλη μας τη ζωή. Επιπλέον, ακριβώς επειδή είναι γονείς μας, η γνώμη τους μετράει παραπάνω από οποιουδήποτε άλλου, της δίνουμε μεγαλύτερη σημασία. Κι ας νομίζουν πολλοί γονείς το αντίθετο. Είναι διαφορετικό πράγμα το «δεν κάνει αυτό που λέω» και διαφορετικό το «δεν ακούει τι λέω» ή το «δεν μου δίνει σημασία». Τους ακούνε τα παιδιά τους. Πάρα πολύ προσεκτικά. Το ζήτημα συχνά είναι πως δεν ακούνε οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Ένα σημαντικό λάθος που κάνουμε στην κριτική μας είναι ότι απαιτούμε από τους άλλους να συμμορφωθούν με αυτήν. Δεν έχουμε πρόθεση να βοηθήσουμε, έχουμε πρόθεση να διορθώσουμε κατά το πρότυπο που έχουμε στο μυαλό μας, κατά το πρότυπο που ταιριάζει σε μας. Έχουμε στόχο να γίνει αυτό που εμείς διαλέξαμε. Έστω για παράδειγμα ένας μαθητής της θετικής κατεύθυνσης που δυσκολεύεται στα μαθηματικά. Το να του λένε οι γονείς τους ξανά και ξανά «σου είπα να πας στη θεωρητική που τα καταφέρνεις καλύτερα, δεν είναι αργά για να αλλάξεις», δεν τον βοηθάει. Έχει επιλέξει κάτι και προσπαθεί να τα καταφέρει σε αυτό. Δεν βοηθάει να του λένε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κι αν δεν τους ακούει, η ταπεινή μου γνώμη, είναι πως καλά κάνει.
Δεν πρέπει να ασκούμε κριτική για να πούμε στον άλλον τι να κάνει, δεν είναι δική μας απόφαση. Ο λόγος που ασκούμε κριτική είναι για να βοηθήσουμε προς την κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο ίδιος. Ένας άνθρωπος που μας εμπιστεύεται, θα μας ακούσει. Πολύ προσεκτικά. Και για να μας εμπιστεύεται πρέπει η κριτική μας να είναι σε πλαίσιο που τον βοηθάει, όχι σε πλαίσιο που ακυρώνει τις επιλογές του. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, έχει κάθε δικαίωμα είτε να μη συμφωνήσει μαζί μας, είτε να έχει διαφορετικά κριτήρια, είτε να χρειάζεται χρόνο να αποφασίσει μια πιθανή αλλαγή, είτε να αλλάζει με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θα αλλάζαμε εμείς. Μπορεί να θέλει, πριν αλλάξει, να έχει δοκιμάσει κάθε εναλλακτική σε αυτό που προσπαθεί τώρα, μπορεί να θέλει να εξαντλήσει τα περιθώρια.
Θα επανέλθω στο θέμα του σεβασμού. Μια κριτική απ’ τη θέση της αυθεντίας δεν είναι χρήσιμη. Η χρήσιμη κριτική γίνεται με απόλυτο σεβασμό στην άποψη του άλλου και στο δικαίωμά του είτε να την αγνοήσει είτε να επιλέξει κάτι διαφορετικό. Το να λες ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα, δεν βοηθάει. Το να επισημαίνεις μονότονα μόνον λάθη ή παραλείψεις χωρίς ίχνος αναγνώρισης ή επαίνου, πάλι δεν βοηθάει. Όπως και το να βρίσκεις τα πάντα θαυμάσια δε βοηθάει. Χρειάζεται ισορροπία. Χρειάζεται να σέβεσαι τις επιλογές του ακόμα κι αν διαφωνείς με αυτές. Αλλιώς, η κριτική παύει να έχει αξία. Και αυτός που την ασκεί, παύει να χαίρει εμπιστοσύνης.
Και μια κουβέντα για τη σύγκριση μεταξύ αδελφών, διδύμων και μη. Δεν κάνει καλό σε κανέναν. Ούτε στο παιδί που χάνει τη σύγκριση ούτε στο παιδί που την κερδίζει. Στο πρώτο κόβονται τα φτερά και το δεύτερο φορτώνεται ένα αχρείαστο βάρος.